- νιόφερτος
- -η, -οβλ. νεόφερτος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νιόφερτος — η, ο ο πρόσφατα φερμένος, αυτός που μόλις έφτασε: Νιόφερτο καράβι. – Nιόφερτο πράμα κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… … Dictionary of Greek
νεοφερμένος — και νιοφερμένος, η, ο αυτός που ήλθε πρόσφατα ή αυτός που τόν έφεραν πρόσφατα, νιόφερτος … Dictionary of Greek
νεόφερτος — και νιόφερτος, η, ο νεοφερμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ. Κοραή] … Dictionary of Greek
νεοφερμένος — η, ο αυτός που πρόσφατα ήρθε ή τον έφεραν, αλλ. νιόφερτος: Νεοφερμένοι πρόσφυγες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)